Εμπορικό σήμα. Αναγκαιότητα ή πολυτέλεια;

Στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων που επήλθε ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης, η κατοχύρωση του εμπορικού σήματος αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη. Το σήμα, αποτελεί ένα πολύτιμο άυλο αγαθό που μπορεί να διεγείρει το ενδιαφέρον του εκάστοτε καταναλωτή και κατά συνέπεια να επηρεάσει σημαντικά τις πωλήσεις. Συνάμα, μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο έριδος μεταξύ ανταγωνιστών.

Πιο συγκεκριμένα, μία από τις κυριότερες λειτουργίες του σήματος είναι η λειτουργία προέλευσης. Οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με πληθώρα ερεθισμάτων, οπότε η διάκριση μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που
παρέχονται από τις διάφορες επιχειρήσεις καθίσταται αναγκαία. Με αυτόν τον τρόπο, ο καταναλωτής χωρίς κίνδυνο συγχύσεως επιλέγει το προϊόν που επιθυμεί και ταυτόχρονα την επιχείρηση που εμπιστεύεται.

Επιπρόσθετα, το σήμα, ως φορέας εμπορικής αξίας, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τον επιχειρηματία, αφού σε πολλές περιπτώσεις συμβάλλει σημαντικά στην προώθηση του προϊόντος. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της πρωτοτυπίας αυτού καθαυτού του σήματος αλλά της ποιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών στα οποία αναφέρεται.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, εμπορικό σήμα είναι το σύμβολο μέσω του οποίου αναγνωρίζουν οι πελάτες κάποιο προϊόν ή υπηρεσία. Κάποιοι επιχειρηματίες λανθασμένα θεωρούν ότι κατοχυρώνοντας την επωνυμία ή τον διακριτικό τίτλο, έχουν κατοχυρώσει και το σήμα.

Η διαδικασία καταχώρισης του σήματος παρέχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης σε εθνικό, κοινοτικό και διεθνές επίπεδο. Στην πρώτη περίπτωση, εξυπηρετούνται οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εγχώρια, στη δεύτερη επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κάποια ή και περισσότερες από τις 28 χώρες μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το διεθνές σήμα δίνει δυνατότητα κατοχύρωσης του σήματος σε 1 έως 78 άλλες χώρες.

Tα οφέλη κατοχύρωσης του εμπορικού σήματος για κάποια επιχείρηση είναι πολλαπλά. Συνοψίζοντας, διεκπεραιώνοντας την διαδικασία κατοχύρωσης τίθενται τα σωστά θεμέλια για τη φήμη της εταιρείας, προστατεύονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες από τους ανταγωνιστές και τέλος αυξάνεται η εμπορική αξία της
εταιρείας, κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο σε περίπτωση δανεισμού, εξαγοράς κ.ά.

Όσον αφορά στα ελληνικά δεδομένα, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η έννομη προστασία σε διοικητικό, αστικό και ποινικό επίπεδο, σε περίπτωση που αυτό προσβληθεί, συνδέεται άρρηκτα με τη διαδικασία κατοχύρωσης στη Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, η οποία είναι αρμόδια για την εφαρμογή των άρθρων 121-183 Ν. 4072/2012.